- ενδοκρινολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ενδοκρινολογία ή τον ενδοκρινολόγο (βλ. λλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.